- πολυδίνητος
- πολυ-δίνητος [pron. full] [ῑ], ον,A much-whirled,
φύλλον D.P.407
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φύλλον D.P.407
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυδίνητος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές καμπές, πολύκαμπτος («φύλλῳ δ ἤπειρος πολυδινήτῳ περίμετρος» λεγόταν για την Πελοπόννησο, τής οποίας το σχήμα μοιάζει με φύλλο πλατάνου, Δίον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δινητός (< δινῶ), πρβλ. αει δίνητος] … Dictionary of Greek
πολυρροίβδητος — ον, Α αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, πολυδίνητος*, ή αυτός που περιστρέφεται γρήγορα παράγοντας ταυτόχρονα πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥοιβδῶ «κινούμαι ορμητικά»] … Dictionary of Greek
πολυδινήτοις — πολυδῑνήτοις , πολυδίνητος much whirled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδινήτων — πολυδῑνήτων , πολυδίνητος much whirled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδινήτῳ — πολυδῑνήτῳ , πολυδίνητος much whirled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)